- μεσόκοιλος
- μεσόκοιλος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται σε κοίλο σημείο, σε κοιλάδα («πόλις μεσόκοιλος», Πολύβ.)2. ο κοίλος στο μέσο («καυλὸν μεσόκοιλον», Διόσκ.)3. αυτός που έχει κοιλανθεί, κοίλος4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσόκοιλαη μεσόδμη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + κοῖλος (πρβλ. ορθό-κοιλος, υδρό-κοιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.